- βατίστα
- και μπατίστα, ηύφασμα λινό, λεπτό με πυκνή ύφανση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. batista < γαλλ. batiste, το οποίο συνδέθηκε πιθ. παρετυμολογικά με το Baptiste, που θεωρήθηκε ότι ήταν το όνομα του εργοστασιάρχη Baptiste de Cambrais (13ος αιώνας), που πρώτος ανέπτυξε τη βιομηχανία λινών].
Dictionary of Greek. 2013.